Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δεν είναι καθόλου έτσι

  • 1 совсем

    совсем ολότελα, εντελώς; καθόλου (при отрицании)' \совсем не так δεν είναι καθόλου έτσι
    * * *
    ολότελα, εντελώς; καθόλου ( при отрицании)

    совсе́м не так — δεν είναι καθόλου έτσι

    Русско-греческий словарь > совсем

  • 2 такой

    так||ой
    (такая, такое, мн. таки́е) мест, указ. τέτοιος, τοιοῦτος:
    он -\такой, какой есть τέτοιος πού εἶναι· он \такой силач! τί δυνατός πού εἶναι!· это \такойая интересная кни́га εἶναι τόσο ἐνδιαφέρον βιβλίο· это \такойόε зрелище! εἶναι τέτοιο θέαμα!· у него́ \такойи́е интересные мысли ἔχει τόσο ἐνδιαφέρουσες σκέψεις· \такой (же) ὀμοιος, παρόμοιος, ἰδιος, ἰδιος ἀκριβῶς· \такой же большой как... τόσο μεγάλος ὅσο... вы все \такойа́я же! είσθε πάντα ἡ ἰδια, δέν ἀλλάξατε καθόλου· в \такойо́м слу́чае ἐν τοιαύτη περιπτώσει· до \такойой степени σέ τέτοιο σημείο, σέ τέτοιο βαθμό· \такойи́м образом а) τοιουτοτρόπως, ἔτσι, μ· αὐτόν τόν τρόπο, б) (следовательно) λοιπόν что \такойое случилось? τί συνέβη;· кто \такой? ποιός εἶναι;· что же тут \такойо́го? τί τό παράξενο βλεπετε;· что же это \такойо́е? ὀίλλο πάλι αὐτό;· и все \такойо́е разг καί τά παρόμοια· \такойсяко́й разг ὁ πήξε κι ὁ δείξε.

    Русско-новогреческий словарь > такой

  • 3 тот

    тот
    (та, то) мест.
    1. ἐκείνος (εκείνη, ἐκεΐνο):
    \тот дом ἐκεϊνο τό σπίτι· и \тот раз ἐκείνη τή φορά· \тот же самый ὁ ἰδιος· \тот и другой κι ὁ ἕνας κι· ὁ ἄλλος· \тот уехал, а этот остался ἐκεΐνος Εφυγε κι αὐτός ἔμεινε· с того дня ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τότε· спрошу у того́, кто знает θά ρωτήσω ἐκείνον πού ξέρει· в те же дни ἐκεΐνες τίς μέρες· то было вчера, а э́то сегодня ἄλλο χθες κι ἄλλο σήμερα·
    2. (не этот, другой) ἄλλος (ἄλλη, ἄλλο):
    на том берегу́ στήν ἄλλη ὅχθή· по ту сторону ἀπ· τό ἄλλο μέρος· ◊ ни то ни се τίποτα τό ξεκάθαρο· тем самым καί ἔτσι, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο· тем более, что... πολύ περισσότερο πού...· тем лу́чше (ху́же) τόσο τό καλλίτερο (τό χειρότερο)· тем не менее ὅμως, ἐν τούτοις, καί ὅμως· до того, что (до такой степени) σέ τέτοιο βαθμό πού, σέ τέτοιο σημείο πού· после того, как... бо-τερα ἀπό...· перед тем... πρίν ἀπό...· между тем, тем временем ἐν τῶ μεταξύ, στό μεταξύ· кроме того́ ἐκτος αὐτοῦ, ἐκτος ἀπ· αὐτό· к тому́ же καί ἐπιπλέον, κοντά στ' ἄλλο, προσέτι· как бы то ни́ было ἔτσι ἡ ἀλλιως, ὅπως καί νά εἶναι· ни с того ни с сего στά καλα καθούμενα· и тому подобное καί τά λοιπά· много лет тому́ назад πρίν ἀπό πολλά χρόνια, πρό πολλών ἐτών того и гляди δέν ἀποκλείεται καθόλου..., ἀπό στιγμή σέ στιγμή μπορεί ·· поговорить о том, о сем μιλᾶ-με γιά διάφορα πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > тот

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»